καλάμινος

καλάμινος
-η,-ον A 0-1-2-0-0=3 2 Kgs 18,21; Is 36,6; Ez 29,6
reed-like, straw-like; ἡ ῥάβδος ἡ καλαμίνη staff of reed

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλάμινος — of reed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμινος — η, ο και καλαμένιος, α, ο (AM καλάμινος, ίνη, ον) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.) αρχ. αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίνων — καλάμινος of reed fem gen pl καλάμινος of reed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλάμινον — καλάμινος of reed masc acc sg καλάμινος of reed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίναις — καλάμινος of reed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνη — καλάμινος of reed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνην — καλάμινος of reed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνης — καλάμινος of reed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνοις — καλάμινος of reed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνου — καλάμινος of reed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμίνους — καλάμινος of reed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”